- μαιευτικῶν
- μαιευτικόςskilled in midwiferyfem gen plμαιευτικόςskilled in midwiferymasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… … Dictionary of Greek
Λούρος, Νικόλαος — (Αθήνα 1898 – Αθήνα 1986). Γιατρός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και στη Βέρνη, απ’ όπου πήρε διδακτορικό δίπλωμα το 1919, ενώ μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια της Βιέννης, του Μονάχου και του Βερολίνου. Το 1925… … Dictionary of Greek